- μυκητώδης
- ης, ες1) грибной; 2) грибовидный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυκητώδης — ες 1. αυτός που οφείλεται σε μύκητες («μυκητώδης στοματίτιδα» στοματίτιδα που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη στον βλεννογόνο τού στόματος και τού φάρυγγα λευκωπών πλακών οι οποίες σχηματίζονται από τον μύκητα endomyces candida ή saccharomyces… … Dictionary of Greek
στοματίτιδα, μυκητώδης — (Ιατρ.) Φλεγμονή του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας, που οφείλεται συνήθως στο μύκητα κάντιντα. Η μ.σ. συναντιέται συχνά στα νεογνά, όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες, όπως πτώση της αντίστασης του οργανισμού μετά από μια γενικότερη λοίμωξη … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ενδομυκητίαση — ή ενδομύκωοη, η μυκητώδης στοματίτιδα, νόσος που προκαλείται στον άνθρωπο από τον ασκομύκητα Endomyces albicans … Dictionary of Greek
μύκητας — ο (ΑΜ μύκης, ητος, κατά τον Ησύχ. γεν. και μύκου, ιων. τ. γεν. μύκεω) το μανιτάρι, δηλ., κατά τον σύγχρονο ορισμό του, το ορατό ομπρελόμορφο αναπαραγωγικό τμήμα που φέρει τα σπόρια ορισμένων ειδών τής τάξης αγαρικώδη τών βασιδιομυκήτων νεοελλ.… … Dictionary of Greek